- βένετος
- -η, -ο (AM βένετος, -ον)γαλάζιος ή γαλαζοπράσινοςμσν.το αρσ. ως ουσ. oἱ Βένετοιοι Γαλάζιοι, μερίδα του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού Ιπποδρόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < λατ. venetus, που χαρακτήριζε μια μερίδα του Ρωμαϊκού και αργότερα του Βυζαντινού Ιπποδρόμου, «τους Γαλάζιους», η οποία οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι οι αμαξηλάτες της, που φορούσαν κράνος γαλάζιου χρώματος, κατάγονταν από τη Βενετία ή τα ρούχα τους προέρχονταν από την περιοχή αυτή].
Dictionary of Greek. 2013.